- βιοτάς
- βιοτά̱ς , βιοτήlivingfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιοτᾶς — βιοτή living fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
επικύρω — ἐπικύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία 2. μού τυχαίνει κάτι («μεγάλας ἀγαθᾱς τε... βιοτᾱς ἐπεκύρσαμεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κύρω «συναντώ»] … Dictionary of Greek